τσιβιέρα

τσιβιέρα
η, Ν
είδος ξύλινου φορείου για τη μεταφορά ασθενών και τραυματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. civiere «φορείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”